βατραχίδες

βατραχίδες
βατραχίς
frog-green garment
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ρανουγκουλίδες ή Βατραχίδες — Οικογένεια φυτών ποωδών, κυρίως της τάξης των ρανωδών ή βατραχωδών· έχουν φύλλα επαλλάσσοντα, πολυάριθμους στήμονες και αρκετά καρπόφυλλα που, εξελισσόμενα, δίνουν καρπούς αχαίνια (νεραγκούλα ή ρανούγκουλο, ανεμώνα κλπ.) ή θυλάκους (παιωνία,… …   Dictionary of Greek

  • μολουρίς — και, κατά το λεξ. Σούδα, μολυρίς, ίδος, ἡ (Α) 1. είδος ακρίδας 2. (κατά τον Ησύχ.) α) «μολουρίδες βατραχίδες καὶ τῶν σταχύων τὰ γόνατα» β) «μολουρίς αἰδοῑον κολοβὴ λόγχη ἢ μόλις οὐρῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το μόλουρος*] …   Dictionary of Greek

  • βατραχοϊδίδες — (batrachidαe). Οικογένεια ψαριών. Λέγονται και βατραχίδες. Χαρακτηριστικά τους είναι το μεγάλο και πλατύ κεφάλι, τα προεξέχοντα μάτια, το γυμνό και γλοιώδες σώμα. Ζουν στα νερά των τροπικών και υποτροπικών θαλασσών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”